- περιεργάζεσθαι
- περιεργάζομαιtake more pains than enough aboutpres inf mpπερϊεργάζεσθαι , περιεργάζομαιtake more pains than enough aboutpres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… … Dictionary of Greek
συντομία — η, ΝΜΑ [σύντομος] 1. η ιδιότητα τού συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.) 2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής νεοελλ. 1. βραχυλογία 2. φρ. α) «χάριν συντομίας» για… … Dictionary of Greek